- λατίνι(ον)
- τό1) треугольный парус; 2) судно с треугольным парусом; 3) пирожное (изготовленное из муки, масла и мёда)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λατίνι — Τριγωνικό πανί των ιστιοφόρων. Βλ. λ. ιστία ή πανιά. * * * το 1. τριγωνικό ιστίο παλαιών ιστιοφόρων 2. συνεκδ. λατινάδικο, πλοιάριο με τριγωνικά ιστία 3. μτφ. είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από αλεύρι, λάδι και μέλι, αλλ. φοινίκι,… … Dictionary of Greek
Λατίνι, Μπρουνέτο — (Brunetto Latini, 1220 – 1294;). Ιταλός λόγιος. Ήταν φανατικός οπαδός των Γουέλφων και εξορίστηκε στη Γαλλία την περίοδο 1260 66. Εκεί έγραψε το Βιβλίο του θησαυρού, που αποτελεί απάνθισμα της επιστήμης της εποχής του. Ο Δάντης τον μνημονεύει στη … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
καραβέλα — Τύπος ιστιοφόρου πλοίου. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους τον 15o και τον 16o αι., τόσο ως πολεμικό όσο και ως εμπορικό πλοίο. Η κ. είχε χωρητικότητα από 150 μέχρι 500 τόνους και έφερε εξάρτιση με διαφορετικά… … Dictionary of Greek
λατινάδικο — το [λατίνι] πλοιάριο με τριγωνικά ιστία … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… … Dictionary of Greek